πονετικά

πονετικά
επίρρ. τροπ., με συμπόνια: Έγειρε ο Διγενής πονετικά και τον φιλά στα χείλη (Πορφύρας).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πονετικός — ή, ό, Ν [πονώ] αυτός που συμπονεί τους άλλους, που τούς ευσπλαγχνίζεται και συμμετέχει συναισθηματικά στις δυστυχίες τους. επίρρ... πονετικά κατά τρόπο πονετικό, με συμπόνια («έγυρε ο Αργύρης πονετικά και τή φιλεί», παραλλαγή ακριτ. έπους) …   Dictionary of Greek

  • σιγοσημαίνω — Ν σημαίνω αργά αργά («κι αργά τα σήμαντρα / πονετικά κι αυτά σιγοσημαίνουν», Πορφύρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”